- ξανθούμαι
- ξανθοῡμαι, -όομαι (Α)βλ. ξανθώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξανθώ — (I) ξανθῶ, έω (Α) [ξανθός] (για τα στάχια) είμαι ξανθός. (II) ξανθώ, όω (Α) [ξανθός] 1. βάφω κάτι ξανθό, κιτρινωπό 2. μέσ. ξανθούμαι, όομαι γίνομαι σκοτεινοχρωμος, φαιός, σκούρος … Dictionary of Greek